Ο Μίμης Παπαϊωάννου (Νέα Νικομήδεια Ημαθίας, 23 Αυγούστου 1942 – Αθήνα, 15 Μαρτίου 2023) ήταν Έλληνας ποδοσφαιριστής και μετέπειτα προπονητής ποδοσφαίρου, ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Η IFFHS τον αναγνώρισε ως τον κορυφαίο Έλληνα ποδοσφαιριστή του 20ού αιώνα. Το 2003 ψηφίστηκε ως ο τρίτος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την Ε.Π.Ο. για το εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ. Η IFFHS τον επέλεξε επίσης στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου το 2021.
Η ποδοσφαιρική του καριέρα:
Σε συλλόγους:
Ο Μίμης Παπαϊωάννου ξεκίνησε την καριέρα του στην ομάδα της γενέτειράς του, τη Νέα Γενεά Νέας Νικομήδειας. Το καλοκαίρι του 1962 ο 20χρονος Μίμης Παπαϊωάννου ντύνεται με την κιτρινόμαυρη φανέλλα ξεκινώντας μια αναπόσπαστη πορεία 18 χρόνων που θα τον υψώσει σε έναν -ίσως και τον ψηλότερο- από τους ιστούς των σημαιών της ΑΕΚ. Για την “Ένωση” ο “βλάχος” -όπως είναι το παρατσούκλι που του δίνουν- είναι το τελευταίο κομμάτι του πάζλ που προσπαθεί εδώ και χρόνια να ταιριάξει ο Κώστας Νεστορίδης και να την οδηγήσει στον τίτλο της Πρωταθλήτριας.
Με τον “Νέστορα” δημιουργούν ένα απίθανο επιθετικό δίδυμο, πλημμυρισμένο από τεχνική, πάθος, δύναμη και πλουραλισμό στην εκτέλεση που αποδεικνύεται φονικό για τις αντίπαλες άμυνες. Στο τέλος της περιόδου 1962-63 η ΑΕΚ ισοβαθμεί στην πρώτη θέση με τον ΠΑΟ και η κατάκτηση του τίτλου κρίνεται σε αγώνα μπαράζ. Ο Παπαϊωάννου σκοράρει δύο γκολ, ο Νεστορίδης ένα με απευθείας εκτέλεση κόρνερ και η ισοπαλία 3-3 σύμφωνα με τον τότε κανονισμό δίνει τον τίτλο στην ομάδα με τον καλύτερο συντελεστή τερμάτων στην κανονική περίοδο. Τα 39 γκολ που έχουν πετύχει οι δυό τους και η συνολική διαφορά τερμάτων 66-21 οδηγούν την ΑΕΚ στην στέψη της Πρωταθλήτριας μετά από 23 χρόνια.
Όπως έχει διηγηθεί ο ίδιος ο Μίμης Παπαϊωάννου μετά το τέλος εκείνου του μπαράζ και βλέποντας όλα τα μέλη της ομάδας στα αποδυτήρια να κλαίνε για την επιτυχία αυτή, μπολιάστηκε ως νεοφερμένος με τα κιτρινόμαυρα ιδεώδη, έκλαψε κι αυτός και “έγινε ΑΕΚτζής”.
Η συνέχεια για την ΑΕΚ και τον Παπαϊωάννου είναι σχεδόν μαγική. Ο Μίμης δείχνει ότι θα είναι αυτός που θα παραλάβει την ηγετική σκυτάλη από τον Νεστορίδη για να οδηγήσει την ΑΕΚ όσο ψηλότερα μπορούσε. Οι εμφανίσεις του και τα επιτεύγματα του βάζουν γρήγορα τον βραχύσωμο επιθετικό στην καρδιά του κιτρινόμαυρου λαού.
Οι φίλαθλοι τον λατρεύουν και εκείνος τους ανταμοίβει με πάθος για την φανέλλα με τον Δικέφαλο Αετό, υψηλή τεχνική και συνεχές σκοράρισμα με θεαματικά γκολ ενώ η πέραν των φυσικών νόμων ικανότητα του να “στέκεται” στον αέρα περισσότερο από οποιονδήποτε αντίπαλο αμυντικό και να κεραυνοβολεί με κεφαλιές τους γκολκίπερ του χαρίζουν απλόχερα τον θαυμασμό όλης της φίλαθλης Ελλάδας αλλά και ξένων που έτυχε να τον παρακολουθήσουν.
Με την ΑΕΚ αγωνίστηκε επί 17 συνεχείς περιόδους και μαζί της γνώρισε μεγάλες διακρίσεις. Κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα Α΄ Εθνικής (1963, 1968, 1971, 1978, 1979) και τρία κύπελλα Ελλάδας (1964, 1966, 1978). Επίσης, αναδείχθηκε δύο φορές πρώτος σκόρερ (1964, 1966) και ήταν βασικός συντελεστής σε δύο εντυπωσιακές πορείες της ομάδας στα ευρωπαϊκά κύπελλα, το 1968-69 στο Κύπελλο Πρωταθλητριών και το 1976-77 στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ.
Το 1964 ήταν μια σημαντική χρονιά στην καριέρα του: η ΑΕΚ δέχθηκε πρόταση από τη Ρεάλ Μαδρίτης ύψους 4.000.000 δραχμών, αλλά ο Αθηναϊκός σύλλογος την απέρριψε.
Ένας από τους ξένους αυτούς έμελλε να είναι και ο θρυλικός “καλπάζων συνταγματάρχης” Φέρεντς Πούσκας που ως παίκτης της Ρεάλ Μαδρίτης είδε στις 12 Μαΐου 1965 τον Μίμη Παπαϊωάννου να φιλοδωρεί την Ισπανίδα “Βασίλισσα” με δύο γκολ στο φιλικό 3-3 της Νέας Φιλαδέλφειας. Ο “Πάντσο” εισηγήθηκε αμέσως στη διοίκηση της Ρεάλ την απόκτηση του Έλληνα επιθετικού. Η πρόταση της Ρεάλ στην ΑΕΚ ήταν εξωπραγματικά μυθική για τα Ελληνικά δεδομένα της εποχής. Τέσσερα εκατομμύρια δραχμές στην ΑΕΚ και 750.000 στον παίκτη πρόσφεραν οι Καστιλιάνοι για να μετακομίσει ο Παπαϊωάννου στην Μαδρίτη.
Το παραμυθένιο ποσόν και η προοπτική καριέρας στην ποδοσφαιρικά απέχουσα έτη φωτός από την Ελλάδα, Ισπανία φουντώνουν την επιθυμία του Παπαϊωάννου για μεταγραφή αλλά η επιθυμία αυτή προσκρούει σε ένα αδιαπέραστο τείχος. Στο τείχος του τρόμου των διοικούντων της ΑΕΚ στη σκέψη και μόνο των αντιδράσεων των φιλάθλων σε ενδεχόμενη πώληση του Μίμη.
Ο Παπαϊωάννου χολώνεται αφάνταστα από το ναυάγιο της μεταγραφής, προθυμοποιείται να εγκαταλείψει την ΑΕΚ υφιστάμενος την δεδομένη τιμωρία ετήσιου αποκλεισμού και μετά να παίξει ελεύθερος στην Ρεάλ αλλά συναντά την άρνηση των Ισπανών να διαταράξουν τις σχέσεις τους με την Ελληνική ομάδα. Ο θυμός του είναι τέτοιος που ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο.
Μέσα σε αυτά δεσπόζει η ηχογράφηση στις 19 Ιουνίου 1971 του πασίγνωστου “Ύμνου της ΑΕΚ” σε μουσική Στέλιου Καζαντζίδη και στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη.
Ο Ύμνος της Α.Ε.Κ από τον Μίμη Παπαϊωάννου:
Ο Παπαϊωάννου επιστρέφει στις δυο μεγάλες του αγάπες, την ΑΕΚ και το ποδόσφαιρο και γίνεται ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ομάδας μετά την αποχώρηση του Νεστορίδη. Ένας ηγέτης που θα αποδειχθεί ο αποτελεσματικότερος όλων καθώς θα καταφέρει να οδηγήσει την “Ένωση” σε ακόμη 4 Πρωταθλήματα, 2 Κύπελλα Ελλάδας, 1 Ντάμπλ, έναν Προημιτελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών και έναν Ημιτελικό Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ.
Τα ηγετικά του προσόντα και η ικανότητα του να εμπνέει τους συμπαίκτες του είναι αυτά που στις 27 Οκτωβρίου 1968 στο Φάληρο και απέναντι στον Ολυμπιακό, θα μετρήσουν στην απόφαση του “μαίτρ της ψυχολογίας” Μπράνκο Στάνκοβιτς να μην χρησιμοποιήσει το δικαίωμα της αλλαγής και μετά την αποβολή του Στέλιου Σεραφείδη για κτύπημα στον Σιδέρη να στείλει τον Παπαϊωάννου κάτω από τα δοκάρια για να υπερασπιστεί ως τερματοφύλακας την κιτρινόμαυρη εστία για τα 5 λεπτά που απέμεναν για τη λήξη του ματς.
Ο Παπαϊωάννου, αφού πρώτα είχε φροντίσει να πετύχει στο 78′ το τρίτο γκολ για την ΑΕΚ δίνοντας της το προβάδισμα με 2-3, υπερασπίστηκε την εστία με απόλυτη επιτυχία πραγματοποιώντας μάλιστα και δύο πολύ καλές αποκρούσεις.
Η απαράμιλλη ποδοσφαιρική ευφυΐα και η υψηλή τεχνική του κατάρτιση οδήγησαν το 1976 τον άλλο μεγάλο “γκουρού” της προπονητικής Φράντισεκ Φάντρονκ να τον μεταθέσει σε ρόλο οργανωτή – κλασσικού “δεκαριού” στην μεγάλη ομάδα του Λουκά Μπάρλου και έχοντας μπροστά του παίκτες όπως ο Θωμάς Μαύρος, ο Βάλτερ Βάγκνερ, ο Χρήστος Αρδίζογλου και ο Τάσος Κωνσταντίνου, ο Παπαϊωάννου ανταποκρίθηκε άριστα σαν τροφοδότης μη αμελώντας βέβαια ποτέ και το αγαπημένο του σκοράρισμα.
Στα τελευταία χρόνια του στην ΑΕΚ ευτύχησε να είναι μέλος των ομάδων των περιόδων 1976-1980 που για πολλούς έχουν παρουσιάσει στο γήπεδο την πληρέστερη και θεαματικότερη εικόνα που είδε ποτέ το Ελληνικό φίλαθλο κοινό.
Τα αριθμητικά και στατιστικά επιτεύγματα του αφήνουν άναυδο τον αναγνώστη :
– 1ος σκόρερ όλων των εποχών στην Ιστορία της ΑΕΚ με 291 γκολ σε 566 εμφανίσεις.
– 235 γκολ σε 484 συμμετοχές στην Α’ Εθνική.
– 45 γκολ σε 50 συμμετοχές στο Κύπελο Ελλάδας.
– 11 γκολ σε 33 συμμετοχές σε Ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
– 2ος σε συμμετοχές σε επίσημα ματς με την ΑΕΚ με 566 πίσω από τον Στ. Μανωλά (590).
– 1ος σε συμμετοχές και γκολ για την ΑΕΚ στην Α’ Εθνική με 234 γκολ σε 480 συμμετοχές.
– 3ος σκόρερ όλων των εποχών στην Α’ Εθνική (234 γκολ) πίσω από Θ. Μαύρο (260) και Κρ. Βαζέχα (244).
– 1ος σκόρερ στο Πρωτάθλημα Ελλάδας το 1964 (29 γκολ) και το 1966 (24 γκολ).
– Κατέκτησε με την ΑΕΚ 5 Πρωταθλήματα, 3 Κύπελλα Ελλάδας και 1 Ντάμπλ.
– Συμμετείχε σε Προημιτελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών και σε Ημιτελικό Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ.
Το 1979 σταμάτησε να αγωνίζεται στην Ελλάδα έπειτα από 480 αγώνες πρωταθλήματος. Πέτυχε 234 γκολ, ρεκόρ για την εποχή που κατέρριψε ο συμπαίκτης του Θωμάς Μαύρος 11 χρόνια αργότερα. Μέχρι σήμερα κατέχει την έκτη θέση σε συμμετοχές και την τρίτη θέση στους σκόρερ στην Α΄ Εθνική. Είναι δε στην πρώτη θέση στους σκόρερ με την ίδια ομάδα.
Τη χρονιά εκείνη μετέβη στις ΗΠΑ, όπου αγωνίστηκε για μια περίοδο στον Παγκύπριο Νέας Υόρκης ως παίκτης - προπονητής και κατάφερε να κατακτήσει το νταμπλ στο τοπικό πρωτάθλημα και κύπελλο. Αν και πλησίαζε τα 40 προσέλκυσε το ενδιαφέρον της κορυφαίας επαγγελματικής λίγκας των ΗΠΑ, της NASL, αλλά πλέον είχε αποφασίσει να σταματήσει.
Ο Παπαϊωάννου αγωνιζόταν στην αριστερή πτέρυγα της επίθεσης, πάντα με το νούμερο 10. Με τον ερχομό του Μαύρου το 1976, οπισθοχώρησε σε θέση, περισσότερο ως επιθετικός μέσος, κάτι που συχνά συνέβαινε και στην εθνική ομάδα. Είχε μεγάλη ευχέρεια στο σκοράρισμα, συνήθως με το αριστερό πόδι, διακρινόμενος για τις σωστές τοποθετήσεις του στην περιοχή. Παρά το χαμηλό του ύψος, σημείωνε γκολ και με κεφαλιές χάρη στην αλτικότητά του. Διετέλεσε επί σειρά ετών αρχηγός της ΑΕΚ και της εθνικής ομάδας, ενώ το ήθος του παραμένει αξιομνημόνευτο.
Στις εθνικές ομάδες:
Στην εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε από το 1963 έως το 1978, σημειώνοντας ρεκόρ συμμετοχών (61) και τερμάτων (21) για την εποχή εκείνη. Σήμερα, κατέχει την πέμπτη θέση στον πίνακα των σκόρερ όλων των εποχών με την εθνική ομάδα.
Στατιστικά στοιχεία ανά περίοδο
Προπονητική καριέρα:
Μετά το τέλος της αγωνιστικής του καριέρας επεδίωξε να εργαστεί ως προπονητής ξεκινώντας από τον Παγκύπριο Νέας Υόρκης και κατόπιν σε διάφορους συλλόγους όπως στον Α.Ο. Κέρκυρα (1986-87), στον Εδεσσαϊκό (1987-88), στην Α.Ε. Κως (1989-90), στον Εύγερο Φαρακλάτων Κεφαλονιάς, στον Πανναυπλιακό κ.α.
Υπήρξε συνεργάτης του Αλκέτα Παναγούλια στον πάγκο της Εθνικής Ελλάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 στις ΗΠΑ.
Λοιπά στοιχεία:
Εργάστηκε μερικά χρόνια ως επαγγελματίας λαϊκός τραγουδιστής. Μάλιστα έχει τραγουδήσει και τον ύμνο της ΑΕΚ.
Το 2000 αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS).
Στις 11 Οκτωβρίου 2000 δόθηκε φιλικός αγώνας προς τιμήν του μεταξύ των ομάδων παλαιμάχων της ΑΕΚ και Γερμανίας.
Τίτλοι - Διακρίσεις:
Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ενόπλων (2): 1962, 1963
ΑΕΚ:
Πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής (5): 1962-63, 1967-68, 1970-71, 1977-78, 1978-79.
Κύπελλο Ελλάδος (3): 1964, 1966, 1978.
Παγκύπριος Νέας Υόρκης:
Πρωτάθλημα Cosmopolitan Soccer League: 1980
Κύπελλο Lamar Hunt U.S. Open Cup: 1980
Ατομικές:
Πρώτος σκόρερ (2): 1963-64, 1965-66.
Η IFFHS τον αναγνώρισε ως τον "Καλύτερο Έλληνα Ποδοσφαιριστή του 20ού αιώνα".
Ο Μίμης Παπαϊωάννου υπήρξε για την ΑΕΚ και το Ελληνικό ποδόσφαιρο ένα σύμβολο ήθους και πίστης στην ομάδα. Στοιχεία όπως η παραμονή στην ίδια ομάδα καθ’ όλη την διάρκεια της καριέρας του και ότι σε όλη την διαδρομή του δεν αντίκρισε ποτέ την κόκκινη κάρτα ενώ παρατηρήθηκε μόλις τρείς φορές με κίτρινη αποδεικνύουν μια θαυμαστή σύνεση και ακεραιότητα χαρακτήρα. Όσοι τον γνωρίζουν από κοντά μιλούν για έναν συνετό και μετρημένο άνθρωπο που ακόμη και τα χρήματα που κέρδισε από το ποδόσφαιρο, σε αντίθεση με άλλα καλοπληρωμένα ονόματα της εποχής του, φρόντισε να τα διασφαλίσει έτσι ώστε να μπορούν να του εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή ζωή.
Χαρακτηριστική του ήθους του και η στάση του απέναντι στην πρόθεση του Λουκά Μπάρλου να φέρει το 1978 στην ΑΕΚ τον μεγάλο “αντίπαλο” του Παπαϊωάννου, τον Μίμη Δομάζο από τον ΠΑΟ. Ο Παπαϊωάννου όχι μόνο ενθάρρυνε τον Μπάρλο, προκαλώντας την συγκίνηση του Μεγάλου Προέδρου, αλλά με πρωτοβουλία του δόθηκε τιμητικά στον Δομάζο και η φανέλλα με τον άριθμο “10”, “δευτέρα σάρξ” του Παπαϊωάννου επί πολλά χρόνια.
Η συνισταμένη όλων αυτών των αρετών και χαρισμάτων του, αποδόθηκε στην εντέλεια από την Διεθνή Επιτροπή Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (iffhs) τον Ιανουάριο του 1999 όταν τον ανακήρυξε Κορυφαίο Έλληνα Ποδοσφαιριστή του 20ου Αιώνα.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου έφυγε από τη ζωή στις 15 Μαρτίου 2023, σε ηλικία 81 ετών μετά από πολύχρονη μάχη με σοβαρά προβλήματα υγείας …








Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια